γλεύκινος — γλεύκινος, η, ον (Α) [γλεύκος] 1. ο παρασκευασμένος από γλεύκος («γλεύκινον μύρον») 2. (για κρασί) αυτό που δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση 3. το ουδ. ως ουσ. είδος αλοιφής … Dictionary of Greek
δεντρολίβανο — Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός. Είναι αειθαλής, φρυγανώδης θάμνος, πολύκλαδος και πυκνόφυλλος, με μικρά, γραμμοειδή φύλλα και περιτυλιγμένα χείλη, πράσινα στην πάνω πλευρά και… … Dictionary of Greek
ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον … Dictionary of Greek
ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική … Dictionary of Greek
ισόφωτος — ἰσόφωτος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει το ίδιο φως, αυτός που φωτίζει εξίσου με κάποιον άλλο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόφωτον ονομασία αλοιφής τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φωτος (< φως, τός), πρβλ. ετερό φωτος, πλησί φωτος] … Dictionary of Greek
ισόχρυσος — ἰσόχρυσος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αξία ίση με ίσο βάρος χρυσού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόχρυσον ονομασία αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χρυσός (< χρυσός), πρβλ. ολιγό χρυσος, ψευδό χρυσος] … Dictionary of Greek
ιωδοφόρμιο — Οργανική ένωση του τύπου CHI3 (τριϊωδομεθάνιο). Είναι κίτρινο στερεό σώμα, με διαπεραστική οσμή, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στους οργανικούς διαλύτες και έχει σημείο τήξης 119°C. Παρασκευάζεται με επίδραση ιωδίου και αλκαλίου σε θερμή αλκοόλη ή… … Dictionary of Greek
καρικός — καρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία 2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν καρική συνοικία στη Μέμφιδα 4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» είδος αλοιφής (Ιπποκρ.) β) «καρικὴ… … Dictionary of Greek
κατάλειπτος — κατάλειπτος, ον (Α) [καταλείφω] αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ») … Dictionary of Greek
κινναβάριον — κινναβάριον, το (Α) [κιννάβαρι] ονομασία αλοιφής για τα μάτια … Dictionary of Greek